Βάση δεδομένων ψηφιοποιημένων αντικειμένων

Μότσαρτ & Προκόφιεφ

Μότσαρτ & Προκόφιεφ
Wolfgang Amadeus Mozart (1756-1791): Κοντσέρτο αρ.24 για πιάνο και ορχήστρα σε ντο ελάσσονα, KV 491
Ι.  Allegro   ΙΙ. Larghetto   ΙΙΙ. Allegretto   
 
Το ‘Κοντσέρτο για πιάνο αρ.24’ είναι γραμμένο το 1786 και ξεχωρίζει στη σχετική εργογραφία του ιδιοφυούς συνθέτη για πολλούς λόγους. Καταρχάς είναι το μόνο κοντσέρτο πιάνου του Μότσαρτ σε ελάσσονα τονικότητα, μαζί με το αρ.20. Επίσης, ο συνθέτης χρησιμοποιεί ταυτόχρονα κλαρινέτα και όμποε, κάτι που έπραξε επίσης σε δύο μόνο από τα συνολικά 23 κοντσέρτα για πιάνο του, ενώ υπάρχουν σημεία που τα πνευστά κυριαρχούν ολοκληρωτικά έναντι των εγχόρδων.
Το έργο ξεπερνά επίσης τα όρια των υπόλοιπων κοντσέρτων του συνθέτη σε ό,τι αφορά τον εκφραστικό του πλούτο, την ένταση των συναισθημάτων και το πάθος του, καθώς και την επεξεργασία του θεματικού υλικού του. Από τις πρώτες κιόλας νότες διαχέεται στην ατμόσφαιρα μία έντονη δραματικότητα, κυρίως με τους διαλόγους της ορχήστρας με το πιάνο, χωρίς φυσικά να ξεπερνιούνται ποτέ τα όρια της κλασικής ισορροπίας.
Ο Μότσαρτ δεν απαρνείται ποτέ την κλασική τελειότητα και, όπως πάντα, εκφράζει την ομορφιά και την αβρότητα του κλασικισμού με τη διαύγεια του μουσικού λόγου, τη συναισθηματική ισορροπία και την οικονομία των τεχνικών μέσων. Όμως δεν μπορεί κανείς να παραβλέψει το ότι αυτό το έργο ανοίγει ένα παράθυρο στο μέλλον και στο ρομαντισμό, πολύ πριν αυτός γεννηθεί.
Το πρώτο μέρος ακολουθεί την κλασική μορφή σονάτας. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε διάρκεια και πλέον πολύπλοκο αντίστοιχο μέρος από όλα τα κοντσέρτα του Μότσαρτ. Αξιοσημείωτο στιλιστικό χαρακτηριστικό του είναι ο παθιασμένος διάλογος του πιάνου με την ορχήστρα.
Το δεύτερο μέρος είναι ένα Largetto στο οποίο κυριαρχεί ένα εντυπωσιακά απλό θέμα. Κυριαρχεί μία γαλήνια αγνότητα και μία συγκινητική ηρεμία, που δίνονται με μία ακραία, σχεδόν υπερβατική, απλότητα.
Στο φινάλε κυριαρχεί ένα κύριο μελωδικό θέμα με οχτώ παραλλαγές του, που αποτελούν μία ολοκληρωμένη μελέτη του Μότσαρτ. Θυμίζει άλλοτε εμβατήριο και άλλοτε ύμνο. Απαιτεί μεγάλη ταχύτητα και ενώ συναισθηματικά φαίνεται να επανέρχεται στο πρώτο μέρος, οι παραλλαγές το κάνουν με διάφορους τρόπους αλλάζοντας συνεχώς διάθεση. Ο Βρετανός μουσικολόγος, συγγραφέας, συνθέτης, μαέστρος και πιανίστας Sir Donald Francis Tovey είπε πως εδώ συνοψίζεται όλο το πάθος της μουσικής του Μότσαρτ.
Στο σύνολό του το έργο καταφέρνει και συνδυάζει την ομορφιά, το πάθος και τη χάρη με τρόπο μοναδικό και αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα κοντσέρτα για πιάνο στην ιστορία.
 
 
 
 
Sergei Prokofiev (1891-1953): Συμφωνία αρ.1 σε ρε μείζονα, έργο 125 (‘Κλασική’)
Ι.  Allegro    ΙΙ. Allegretto    ΙΙΙ. Gavotte: Non troppo allegro    IV. Finale: Molto vivace
 
Η πρώτη συμφωνία του Προκόφιεφ ονομάστηκε ‘Κλασική’ από τον ίδιο, γιατί με αυτό το έργο ο συνθέτης αποτίνει φόρο τιμής στον αγαπημένο του κλασικισμό. Την έγραψε το 1917, αφήνοντας για πρώτη φορά στην άκρη το πιάνο κατά τη σύνθεση, βασισμένος απόλυτα στα κλασικά πρότυπα, σε ό,τι αφορά το ύφος, τη φόρμα και την ενορχήστρωση, προσθέτοντας φυσικά στην ακρίβεια και τη φινέτσα αυτής της περιόδου και τα χαρακτηριστικά της δικής του γραφής, όπως τις ξαφνικές μετατροπές, τις απότομα κομμένες φράσεις και τη ρυθμική ευρωστία. Ο ίδιος δήλωσε σχετικά «Αυτή τη στιγμή υπάρχει ένα πισωγύρισμα στις κλασικές φόρμες. Όταν δουλεύω με βάση αυτές αισθάνομαι πραγματικά ο εαυτός μου». Φιλοδοξία του ήταν να γράψει μία συμφωνία όπως θα την έγραφε ο ίδιος ο Χάυντν, αν ζούσε στις αρχές του 20ου αιώνα και είχε όλες τις επιδράσεις της εποχής αυτής. Έτσι στόλισε το έργο με μοντέρνες αρμονίες, ρυθμούς και ορχηστρικά χρώματα.
Αξίζει να σημειωθεί πως, όταν ξεκίνησε να το γράφει, έξω από το παράθυρό του εξελίσσονταν τα γεγονότα της Ρωσικής Επανάστασης. Απεργίες και δυναμικές διαδηλώσεις, κατά τη λεγόμενη Φεβρουαριανή Επανάσταση, που θα εξελισσόταν ραγδαία σε οργανωμένες εξεγέρσεις και θα οδηγούσε τελικά στην Οκτωβριανή Επανάσταση. Την άνοιξη ο Προκόφιεφ απέδρασε στην εξοχή για να συνεχίσει το γράψιμο, όπου είχε το πλεονέκτημα να βρίσκει «νόστιμο και υγιεινό φαγητό».
Η συμφωνία είναι γεμάτη εμπνεύσεις και με χαρούμενη διάθεση από την αρχή ως το τέλος. Η προσδοκία ενός καλύτερου μέλλοντος για την πατρίδα μετά τις ταραχές της Επανάστασης και η ανέμελη ζωή στην ύπαιθρο αφήνουν το στίγμα της αισιοδοξίας στη γραφή του Προκόφιεφ. Όλο το έργο είναι αρκετά σύντομο, με τα τέσσερα μέρη του να είναι θαυμαστά δεμένα μεταξύ τους.
Το πρώτο μέρος, σε μορφή σονάτας, ξεκινά με όμορφα ποικίλματα και συνεχίζεται στα πρότυπα των συμφωνιών του Μότσαρτ με την έκθεση δύο μελωδικών θεμάτων αντιθετικού χαρακτήρα. Ένα φωτεινό βασικό θέμα ακολουθείται από ένα απλό στα βιολιά, που στη συνέχεια αναπτύσσονται με ένα κάπως έντονο τρόπο καταλήγοντας στην αναθεώρησή τους.
Το δεύτερο μέρος είναι ένα χαλαρό larghetto σε τριμερή μορφή. Το κύριο θέμα προβάλλει αρχικά από τα πρώτα βιολιά, ενώ ακολουθεί το φλάουτο με την απαλή συνοδεία των υπόλοιπων εγχόρδων. Το μεσαίο τμήμα στηρίζεται σε πιτσικάτι των εγχόρδων, που εντείνεται με τη συμμετοχή των ξύλινων πνευστών, πριν υποχωρήσει σύντομα οδηγώντας στην επαναφορά του αρχικού θέματος. Ο Προκόφιεφ αντικαθιστά το μενουέτο που θα έγραφε ο Μότσαρτ με έναν άλλο χορό του 18ου αιώνα, το γαλλικό χορό λαϊκής προέλευσης γκαβότ.
Το τρίτο μέρος κάνει μία σύντομη αναδρομή σε προκλασικά πρότυπα. Ο χαρακτήρας του είναι επίτηδες βαρύς, ενώ τα έγχορδα δημιουργούν μία ποιμενική ατμόσφαιρα, με τη συνοδεία των τυμπάνων. Αυτό το μέρος αποτέλεσε αργότερα τη βάση για το διάσημο μπαλέτο του Προκόφιεφ ‘Ρωμαίος και Ιουλιέτα’.
 
Στο πανηγυρικό φινάλε έρχεται να προστεθεί ένα, επίσης σύντομο, τρίτο θέμα, με παιχνιδιάρικο και χαριτωμένο χαρακτήρα. Χαρακτηρίζεται από ορμητικότητα σχεδόν ζωική, ενώ ο Προκόφιεφ δίνει ενδιαφέροντα δεξιοτεχνικά περάσματα στο φλάουτο και το όμποε. Αρχικά είχε γράψει ένα πιο στοχαστικό φινάλε, ώσπου θυμήθηκε το παράπονο του μουσικολόγου και φίλου του Boris Asafyev πως δεν υπάρχει πραγματική χαρά στη ρωσική μουσική. Έτσι έγραψε αυτό το σπινθηροβόλο φινάλε για να διαψεύσει (ή να ικανοποιήσει) το φίλο του και όπως είπε ο ίδιος «το απόλαυσα ιδιαίτερα».
Στο σύνολό της η συμφωνία χαρακτηρίζεται από φρεσκάδα και χαρά, που εξελίσσεται με αφοπλιστική απλότητα και γοητευτικές μελωδίες και είναι εμποτισμένη με το πηγαίο χιούμορ και τις υπέροχες εμπνεύσεις του δημιουργού της, αποτελώντας δικαίως ένα από τα δημοφιλέστερα έργα του.

Διαδικτυακή μετάδοση
Από το κανάλι της ΚΟΘ στο Youtube & τη Σελίδα της ΚΟΘ στο facebook
  • Τίτλος
    Μότσαρτ & Προκόφιεφ
  • Τύπος
    Συναυλία
  • Θέμα
    Tακτική Συναυλία Κοθ
  • Περιγραφή
    Wolfgang Amadeus Mozart (1756-1791): Κοντσέρτο αρ.24 για πιάνο και ορχήστρα σε ντο ελάσσονα, KV 491
    Ι.  Allegro   ΙΙ. Larghetto   ΙΙΙ. Allegretto   
     
    Το ‘Κοντσέρτο για πιάνο αρ.24’ είναι γραμμένο το 1786 και ξεχωρίζει στη σχετική εργογραφία του ιδιοφυούς συνθέτη για πολλούς λόγους. Καταρχάς είναι το μόνο κοντσέρτο πιάνου του Μότσαρτ σε ελάσσονα τονικότητα, μαζί με το αρ.20. Επίσης, ο συνθέτης χρησιμοποιεί ταυτόχρονα κλαρινέτα και όμποε, κάτι που έπραξε επίσης σε δύο μόνο από τα συνολικά 23 κοντσέρτα για πιάνο του, ενώ υπάρχουν σημεία που τα πνευστά κυριαρχούν ολοκληρωτικά έναντι των εγχόρδων.
    Το έργο ξεπερνά επίσης τα όρια των υπόλοιπων κοντσέρτων του συνθέτη σε ό,τι αφορά τον εκφραστικό του πλούτο, την ένταση των συναισθημάτων και το πάθος του, καθώς και την επεξεργασία του θεματικού υλικού του. Από τις πρώτες κιόλας νότες διαχέεται στην ατμόσφαιρα μία έντονη δραματικότητα, κυρίως με τους διαλόγους της ορχήστρας με το πιάνο, χωρίς φυσικά να ξεπερνιούνται ποτέ τα όρια της κλασικής ισορροπίας.
    Ο Μότσαρτ δεν απαρνείται ποτέ την κλασική τελειότητα και, όπως πάντα, εκφράζει την ομορφιά και την αβρότητα του κλασικισμού με τη διαύγεια του μουσικού λόγου, τη συναισθηματική ισορροπία και την οικονομία των τεχνικών μέσων. Όμως δεν μπορεί κανείς να παραβλέψει το ότι αυτό το έργο ανοίγει ένα παράθυρο στο μέλλον και στο ρομαντισμό, πολύ πριν αυτός γεννηθεί.
    Το πρώτο μέρος ακολουθεί την κλασική μορφή σονάτας. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε διάρκεια και πλέον πολύπλοκο αντίστοιχο μέρος από όλα τα κοντσέρτα του Μότσαρτ. Αξιοσημείωτο στιλιστικό χαρακτηριστικό του είναι ο παθιασμένος διάλογος του πιάνου με την ορχήστρα.
    Το δεύτερο μέρος είναι ένα Largetto στο οποίο κυριαρχεί ένα εντυπωσιακά απλό θέμα. Κυριαρχεί μία γαλήνια αγνότητα και μία συγκινητική ηρεμία, που δίνονται με μία ακραία, σχεδόν υπερβατική, απλότητα.
    Στο φινάλε κυριαρχεί ένα κύριο μελωδικό θέμα με οχτώ παραλλαγές του, που αποτελούν μία ολοκληρωμένη μελέτη του Μότσαρτ. Θυμίζει άλλοτε εμβατήριο και άλλοτε ύμνο. Απαιτεί μεγάλη ταχύτητα και ενώ συναισθηματικά φαίνεται να επανέρχεται στο πρώτο μέρος, οι παραλλαγές το κάνουν με διάφορους τρόπους αλλάζοντας συνεχώς διάθεση. Ο Βρετανός μουσικολόγος, συγγραφέας, συνθέτης, μαέστρος και πιανίστας Sir Donald Francis Tovey είπε πως εδώ συνοψίζεται όλο το πάθος της μουσικής του Μότσαρτ.
    Στο σύνολό του το έργο καταφέρνει και συνδυάζει την ομορφιά, το πάθος και τη χάρη με τρόπο μοναδικό και αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα κοντσέρτα για πιάνο στην ιστορία.
     
     
     
     
    Sergei Prokofiev (1891-1953): Συμφωνία αρ.1 σε ρε μείζονα, έργο 125 (‘Κλασική’)
    Ι.  Allegro    ΙΙ. Allegretto    ΙΙΙ. Gavotte: Non troppo allegro    IV. Finale: Molto vivace
     
    Η πρώτη συμφωνία του Προκόφιεφ ονομάστηκε ‘Κλασική’ από τον ίδιο, γιατί με αυτό το έργο ο συνθέτης αποτίνει φόρο τιμής στον αγαπημένο του κλασικισμό. Την έγραψε το 1917, αφήνοντας για πρώτη φορά στην άκρη το πιάνο κατά τη σύνθεση, βασισμένος απόλυτα στα κλασικά πρότυπα, σε ό,τι αφορά το ύφος, τη φόρμα και την ενορχήστρωση, προσθέτοντας φυσικά στην ακρίβεια και τη φινέτσα αυτής της περιόδου και τα χαρακτηριστικά της δικής του γραφής, όπως τις ξαφνικές μετατροπές, τις απότομα κομμένες φράσεις και τη ρυθμική ευρωστία. Ο ίδιος δήλωσε σχετικά «Αυτή τη στιγμή υπάρχει ένα πισωγύρισμα στις κλασικές φόρμες. Όταν δουλεύω με βάση αυτές αισθάνομαι πραγματικά ο εαυτός μου». Φιλοδοξία του ήταν να γράψει μία συμφωνία όπως θα την έγραφε ο ίδιος ο Χάυντν, αν ζούσε στις αρχές του 20ου αιώνα και είχε όλες τις επιδράσεις της εποχής αυτής. Έτσι στόλισε το έργο με μοντέρνες αρμονίες, ρυθμούς και ορχηστρικά χρώματα.
    Αξίζει να σημειωθεί πως, όταν ξεκίνησε να το γράφει, έξω από το παράθυρό του εξελίσσονταν τα γεγονότα της Ρωσικής Επανάστασης. Απεργίες και δυναμικές διαδηλώσεις, κατά τη λεγόμενη Φεβρουαριανή Επανάσταση, που θα εξελισσόταν ραγδαία σε οργανωμένες εξεγέρσεις και θα οδηγούσε τελικά στην Οκτωβριανή Επανάσταση. Την άνοιξη ο Προκόφιεφ απέδρασε στην εξοχή για να συνεχίσει το γράψιμο, όπου είχε το πλεονέκτημα να βρίσκει «νόστιμο και υγιεινό φαγητό».
    Η συμφωνία είναι γεμάτη εμπνεύσεις και με χαρούμενη διάθεση από την αρχή ως το τέλος. Η προσδοκία ενός καλύτερου μέλλοντος για την πατρίδα μετά τις ταραχές της Επανάστασης και η ανέμελη ζωή στην ύπαιθρο αφήνουν το στίγμα της αισιοδοξίας στη γραφή του Προκόφιεφ. Όλο το έργο είναι αρκετά σύντομο, με τα τέσσερα μέρη του να είναι θαυμαστά δεμένα μεταξύ τους.
    Το πρώτο μέρος, σε μορφή σονάτας, ξεκινά με όμορφα ποικίλματα και συνεχίζεται στα πρότυπα των συμφωνιών του Μότσαρτ με την έκθεση δύο μελωδικών θεμάτων αντιθετικού χαρακτήρα. Ένα φωτεινό βασικό θέμα ακολουθείται από ένα απλό στα βιολιά, που στη συνέχεια αναπτύσσονται με ένα κάπως έντονο τρόπο καταλήγοντας στην αναθεώρησή τους.
    Το δεύτερο μέρος είναι ένα χαλαρό larghetto σε τριμερή μορφή. Το κύριο θέμα προβάλλει αρχικά από τα πρώτα βιολιά, ενώ ακολουθεί το φλάουτο με την απαλή συνοδεία των υπόλοιπων εγχόρδων. Το μεσαίο τμήμα στηρίζεται σε πιτσικάτι των εγχόρδων, που εντείνεται με τη συμμετοχή των ξύλινων πνευστών, πριν υποχωρήσει σύντομα οδηγώντας στην επαναφορά του αρχικού θέματος. Ο Προκόφιεφ αντικαθιστά το μενουέτο που θα έγραφε ο Μότσαρτ με έναν άλλο χορό του 18ου αιώνα, το γαλλικό χορό λαϊκής προέλευσης γκαβότ.
    Το τρίτο μέρος κάνει μία σύντομη αναδρομή σε προκλασικά πρότυπα. Ο χαρακτήρας του είναι επίτηδες βαρύς, ενώ τα έγχορδα δημιουργούν μία ποιμενική ατμόσφαιρα, με τη συνοδεία των τυμπάνων. Αυτό το μέρος αποτέλεσε αργότερα τη βάση για το διάσημο μπαλέτο του Προκόφιεφ ‘Ρωμαίος και Ιουλιέτα’.
     
    Στο πανηγυρικό φινάλε έρχεται να προστεθεί ένα, επίσης σύντομο, τρίτο θέμα, με παιχνιδιάρικο και χαριτωμένο χαρακτήρα. Χαρακτηρίζεται από ορμητικότητα σχεδόν ζωική, ενώ ο Προκόφιεφ δίνει ενδιαφέροντα δεξιοτεχνικά περάσματα στο φλάουτο και το όμποε. Αρχικά είχε γράψει ένα πιο στοχαστικό φινάλε, ώσπου θυμήθηκε το παράπονο του μουσικολόγου και φίλου του Boris Asafyev πως δεν υπάρχει πραγματική χαρά στη ρωσική μουσική. Έτσι έγραψε αυτό το σπινθηροβόλο φινάλε για να διαψεύσει (ή να ικανοποιήσει) το φίλο του και όπως είπε ο ίδιος «το απόλαυσα ιδιαίτερα».
    Στο σύνολό της η συμφωνία χαρακτηρίζεται από φρεσκάδα και χαρά, που εξελίσσεται με αφοπλιστική απλότητα και γοητευτικές μελωδίες και είναι εμποτισμένη με το πηγαίο χιούμορ και τις υπέροχες εμπνεύσεις του δημιουργού της, αποτελώντας δικαίως ένα από τα δημοφιλέστερα έργα του.

    Διαδικτυακή μετάδοση
    Από το κανάλι της ΚΟΘ στο Youtube & τη Σελίδα της ΚΟΘ στο facebook
  • Δημιουργός
    Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης
    Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης
  • Πηγή
  • Εκδότης
    Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης
  • Ημερομηνία
    2021-02-21
  • Συνεισφέρων
    Βράνος Γεώργιος
    Jatkauskaite Martyna
  • Δικαιώματα
    http://rightsstatements.org/page/InC/1.0/?language=en
  • Σχέση
  • Μορφή
  • Γλώσσα
    gre
  • Αναγνωριστικό
  • Κάλυψη
    Αίθουσα Φίλων Της Μουσικής - Ο.Μ.Μ.Θ.
  • Εναλλακτικά σχήματα
  • Ψηφιακά Αρχεία